ουροδόχη

ουροδόχη
η (Α οὐροδόχη και οὐροδόκη)
το ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουροδόχη — η βλ. ουροδοχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐροδόχην — οὐροδόχη chamberpot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐροδόχα — οὐροδόχᾱ , οὐροδόχη chamberpot fem nom/voc/acc dual οὐροδόχᾱ , οὐροδόχη chamberpot fem nom/voc sg (doric aeolic) οὐροδόχος holding urine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐροδόχας — οὐροδόχᾱς , οὐροδόχη chamberpot fem acc pl οὐροδόχᾱς , οὐροδόχη chamberpot fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • ουροδοχείο — το (Α οὐροδοχεῑον και οὐροδόχιον) [ουροδόχη] δοχείο για ούρηση …   Dictionary of Greek

  • ουροδόκη — οὐροδόκη, ἡ (Α) βλ. ουροδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”